συγγόνου

συγγόνου
σύγγονος
congenital
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσεδρεία — και ποιητ. τ. προσεδρία, ἡ, ΜΑ [προσεδρεύω] 1. το να κάθεται, το να παραμένει κανείς κοντά σε κάτι 2. πολιορκία, αποκλεισμός («οἱ Ἀθηναῑοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρίᾳ ἀπῆλθον οἱ πολλοί», Θουκ.) 3. διαρκής προσοχή, συνεχής προσπάθεια, μεγάλη επιμέλεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”